Γιώργος Χατζηπαύλου:
Τολμώντας όσα φοβόμαστε, κερδίζουμε ωραίες αναμνήσεις
Για την αρχή του 2017, σκεφτήκαμε να συναντηθούμε με έναν άνθρωπο που χαρίζει απλόχερα, σε μεγάλους και τελευταία και σε μικρούς, το γέλιο. Και είναι αλήθεια: αν θέλετε να γελάσετε με την καρδιά σας, δεν έχετε παρά να πάτε σε μία παράστασή του. Διότι, όταν πρόκειται για έναν άνθρωπο με τόσο πιστό κοινό, έναν κωμικό που έχει διαβάσει σχόλια και κριτικές όπως «τα αστεία του θα τα επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά στις παρέες σου» και «αν η ελληνική stand up comedy σκηνή έπρεπε να έχει έναν εκπρόσωπο, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από εκείνον», τότε ξέρεις πως παρακολουθώντας τον θα περάσεις σίγουρα καλά.
Όμως, αν πιστεύετε ότι ο Γιώργος Χατζηπαύλου είναι -μόνο- άνθρωπος «της ατάκας και του χιούμορ», τότε δεν έχετε παρά να παρακολουθήσετε αυτήν τη “χορταστική” κουβέντα και να συνειδητοποιήσετε για ακόμα μία φορά ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο κι ότι για κάθε πετυχημένη δημιουργία, ακόμα και… στα αστεία, χρειάζονται άνθρωποι που ξέρουν καλά τι θέλουν, πώς το θέλουν και δουλεύουν πολύ για αυτό.
Συνέντευξη – επιμέλεια: Αριστέα Σταυροπούλου
Ας πάμε στο 2001, τότε που παρακολούθησες μία παράσταση στις Νύχτες Κωμωδίας στο club 104 κι από εκεί ουσιαστικά βρήκες τη σύνδεσή σου με αυτό που λέγεται stand up comedy. Τι ήταν αυτό που σε ενθουσίασε, που σου κέντρισε το ενδιαφέρον;
Δεν μπορώ να σου πω τι ακριβώς ήταν αυτό. Είναι σαν τα τραγούδια. Λες «ένα τραγούδι μού αρέσει, γιατί μου αρέσει;». Μπορείς να καταλάβεις γιατί σου αρέσει ο στίχος, αν λέει κάτι ενδιαφέρον. Για μένα το ενδιαφέρον στην παράσταση ήταν ο λόγος, τα αστεία. Τα υπόλοιπα, που είναι η δομή και το format όλης της ιδέας αυτής που λέγεται stand up comedy, δεν ξέρω γιατί με τράβηξαν. Για κάποιον λόγο ταίριαξε σε κάτι που είχα ήδη κατά νου. Νομίζω ότι θα το ανακάλυπτα έτσι κι αλλιώς, διότι ήξερα το είδος από την τηλεόραση, από ταινίες, και το είχα βάλει στο μυαλό μου. Ήταν ήδη στη λίστα με τα πράγματα που ήθελα να κάνω. Απλά έγινε πιο γρήγορα χάρη σε αυτήν την απρογραμμάτιστη σαββατιάτικη έξοδο με έναν ξάδελφο!
Έτσι, λοιπόν, επιβεβαίωσες ότι όντως κάτι άκρως ενδιαφέρον γίνεται εκεί. Καταπιάστηκες αμέσως με αυτό;
Όχι, πέρασε αρκετός καιρός. Και το ζητούμενο αρχικά για μένα δεν ήταν καν να παίξω στη σκηνή. Μόνο κείμενα ήθελα να δώσω, δεν έβρισκα κανέναν λόγο να ανέβω στην σκηνή. Ωστόσο, μου είπαν «ανέβα» και ανέβηκα. Ο στόχος ήταν τότε να με καλέσουν και την επόμενη εβδομάδα να παίξω και μετά την επόμενη και πάει λέγοντας. Αυτή ήταν η πρώτη φιλοδοξία.
Τότε εργαζόσουν ακόμη ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία. Αυτή η συνολικά δεκάχρονη εμπειρία σου στον χώρο της Διαφήμισης τι σου έχει αφήσει, τι από αυτά κουβαλάς πάνω στην σκηνή;
Επειδή στη διαφήμιση γράφεις με βάση τον χρόνο και όχι με βάση την ποσότητα, πρέπει δηλαδή να πεις αρκετά πράγματα πολύ σύντομα, να είσαι περιεκτικός, αυτό είναι που έχω μεταφέρει και στο γράψιμό μου για τις παραστάσεις μου. Τη λογική να μη μακρηγορώ γράφοντας, να γράφω μόνο τις λέξεις που χρειάζομαι. Διότι η φλυαρία είναι το πιο βαρετό πράγμα στο stand up. Όχι για τον κόσμο, αλλά για τον ίδιο που ερμηνεύει. Διότι, αν δεν ακούς γέλια από κάτω, διαλύεσαι. Και μπορεί να μην ακούς γέλια όταν εξηγείς κάτι, όσο λοιπόν πιο σύντομα το εξηγήσεις, τόσο πιο γρήγορα θα πας στο αστείο, άρα και στο ενδιαφέρον.
Ο απόλυτος και τελικός κριτής είναι σίγουρα ο κόσμος, το κοινό. Εσύ, όμως, πρώτος, γελάς με αυτά που γράφεις; Είσαι ο κριτής των κειμένων σου ή τα δοκιμάζεις απαραιτήτως σε άλλους;
Δεν γελάω με τα δικά μου κείμενα. Μπορώ να υποψιαστώ αν κάτι είναι αστείο, αν έχει ενδιαφέρον σαν αστείο. Κάνω πάντα δοκιμές που έχουν ποσότητα. Δηλαδή μαζεύω υλικό 50 λεπτών, 1 ώρας και κάνω δοκιμαστικές παραστάσεις με κανονικό κοινό. Δεν δοκιμάζω κείμενα σε φίλους. Εμπιστεύομαι κάποιους συγκεκριμένους συναδέλφους, που συζητάμε ιδέες και κείμενα, και 1-2 πρόσωπα άσχετα με τον χώρο, περισσότερο σαν αίσθηση. Όμως, ώσπου να βγει κάτι στη σκηνή και να έχεις την τελική ετυμηγορία, όλα είναι απλά μαντεψιές.
Δεν υπάρχει «κρύο» κοινό. Το κοινό που έχει βγει από το σπίτι για να σε δει δεν είναι ποτέ «κρύο», είναι πάντα ζεστό και με τη διάθεση που πρέπει.
Έχεις βρεθεί μπροστά σε κοινό που δεν ανταποκρινόταν, που ήταν «κρύο»;
Δεν υπάρχει «κρύο» κοινό. Το κοινό που έχει βγει από το σπίτι για να σε δει δεν είναι ποτέ «κρύο», είναι πάντα ζεστό και με τη διάθεση που πρέπει, ανεξάρτητα από το αν είναι άνθρωποι που σε έχουν ξαναδεί ή όχι. Από εκεί και πέρα, αν δεν λειτουργούν τα φώτα ή ο ήχος καλά, αν οι θέσεις είναι χάλια, αν έχει φασαρία, αν την ώρα της παράστασης σερβίρουν φαγητά και ποτά, αν οι συνθήκες δεν είναι αυτές που πρέπει, τότε το κοινό θα παγώσει, διότι δεν θα μπορεί να παρακολουθήσει.
Άρα αυτοί οι όροι που ανέφερες σε ενδιαφέρει να είναι πάντα όπως πρέπει.
Είναι το πρώτο και το κυριότερο! Δεν υπάρχει περίπτωση να πάω να παίξω κάπου αν δεν είμαι 100% σίγουρος ότι αυτός που πλήρωσε θα είναι σε συνθήκες τέτοιες ώστε να δει πολύ καλά και άνετα την παράσταση, αλλά και εγώ να κάνω την παράσταση όπως ξέρω και μπορώ να την κάνω. Φαντάζεστε να πάτε σε ένα εστιατόριο και να είναι ανοιχτές οι πόρτες και να μπαίνει κρύο, οι καρέκλες να είναι άβολες και να έχετε κάποιον να βουτά τα χέρια του στις σάλτσες και στη σούπα την ώρα που τρώτε για να δοκιμάσει αν το φαγητό είναι καλό; Όσο καλό και να είναι το φαγητό, δεν θα το ευχαριστηθείτε! Κάθε δουλειά έχει το περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να είναι ιδανική. Αυτό ψάχνουμε πάντα.
Σου έχουν τύχει ακατάλληλες συνθήκες;
Ναι, ευτυχώς όχι πολύ ακραίες. Πριν από χρόνια, θυμάμαι κάποιον που ήθελε να κάνω την παράσταση και να σερβίρει φαγητό κανονικά, τύπου ταβέρνα. Προφανώς, δεν το ενδιέφερε η παράσταση, αλλά να πουλήσει μπριζόλες! Ωραία, αλλά σε αυτήν την περίπτωση μην κάνεις παράσταση!
Αυτό σαφώς δεν ισχύει μόνο για το είδος που υπηρετείς εσύ, αλλά υποθέτω ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος που αναφέρεις δεν θα είχε και επίγνωση του είδους που ήθελε να φέρει στο μαγαζί του…
Το stand up comedy μπορεί να γίνει κάλλιστα από ένα μπαρ μέχρι ένα θέατρο. Είναι όμως δεδομένο ότι το μπαρ πρέπει να είναι διαμορφωμένο χωροταξικά έτσι, ώστε αυτός που κάθεται στην καρέκλα το μόνο που να μπορεί είναι να δει μία παράσταση, πίνοντας το ποτό του. Εδώ, όμως, υπάρχουν μαγαζιά όπου γίνεται μπροστά η παράσταση και την ίδια ώρα ο μπάρμαν στο βάθος χτυπά δυνατά το σέικερ φτιάχνοντας κοκτέιλ. Κάτι τέτοιο πρέπει να γίνεται μόνο στο διάλειμμα. Διότι έτσι και εγώ που κάνω παράσταση ενοχλώ τον μπάρμαν και εκείνος την παράσταση.
Θεωρείς ότι το είδος του stand up comedy ταιριάζει στους Έλληνες;
Ποιο είδος δεν ταιριάζει στους Έλληνες; Δεν μπορώ, κάνοντας αυτό που κάνω επαγγελματικά τόσα χρόνια πια, να μπω σε αυτό το σκεπτικό. Δεν στέκει σαν σκέψη για μένα από τη στιγμή που είμαι μέσα σε αυτό. Άλλωστε, είναι σαν να πει κάποιος «τι λείπει από την αγορά της Τέχνης στην Ελλάδα, να το φέρω». Δεν πάει έτσι. Τα πάντα αφορούν τους πάντες, απλά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και σε σχέση με τον χρόνο. Είναι ωραίο να βλέπεις ότι σιγά-σιγά αφορά όλο και περισσότερους. Ξεκινάει, αναπτύσσεται και έχει τον δικό του δρόμο.
Έχει ηλικιακό προσανατολισμό; Δηλαδή θα έρθει σε μια παράστασή σου το ίδιο εύκολα ο πατέρας μου με μένα;
Δεν έχει να κάνει με τις ηλικίες. Σαφώς είναι μεγαλύτερο το ποσοστό των νέων ανθρώπων που έρχονται, αλλά έχει να κάνει περισσότερο με το ποσοστό των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή με τη διαφήμιση, τα social media και γενικά το διαδίκτυο. Όμως και πάλι, λειτουργεί κυρίως το «από στόμα σε στόμα». Έτσι έχει διαδοθεί το stand up, ειδικά στην Ελλάδα.
Η τηλεόραση δεν βοήθησε;
Όσοι κωμικοί του stand up εμφανιστήκαμε στην τηλεόραση, κάναμε άλλες δουλειές. Δεν βγήκαμε εκεί με τις παραστάσεις μας. Την εποχή που εγώ έκανα τηλεόραση, μπορώ να πω ότι η βοήθεια ήταν μηδαμινή. Βοήθησε μόνο στην αναγνωρισιμότητα. Δεν έφερε κόσμο στο θέατρο με την έννοια «πάμε να τον δούμε στο stand up, διότι αυτό που είδαμε στην τηλεόραση μας άρεσε». Προσωπικά πάντως εκτιμώ πιο πολύ τους θεατές του θεάτρου, διότι τους ακούς και τους έχεις εκεί. Σου «λένε» επί τόπου τι γίνεται. Οι θεατές της τηλεόρασης δεν ξέρεις πού είναι, μπορεί να αρέσεις σε κάποιον και να μην το μάθεις ποτέ. Στον χώρο σου, το βλέπεις εκείνη την ώρα. Κι αν τους αρέσει, θα έρθουν και αλλού να σε δουν και έτσι «χτίζεται» το κοινό σου και το κοινό τού είδους.
Μία σκηνή που «χτίζεται» και αναπτύσσεται θέλει συλλογική δουλειά. Και ευτυχώς στο stand up την έχουμε αυτήν την ομαδικότητα.
Θεωρείς ότι είσαι από εκείνους που βοήθησαν το stand up να χτιστεί και να αναπτύσσεται στην Ελλάδα; Το έχεις σκεφτεί ποτέ με αυτόν τον ρόλο, του «προωθώ το είδος γενικότερα»;
Υπάρχουν δύο πράγματα: Το πρώτο, που αποτελεί προσωπική επιλογή, είναι ότι, από τη στιγμή που είδα ότι αφορά ένα μεγαλύτερο ακροατήριο, έψαξα να βρω αυτό το ακροατήριο και θεώρησα ότι, αν παίζεις σε λίγο καλύτερους χώρους, το βοηθάς. Διότι έτσι θα έρθει και κόσμος που δεν θα πήγαινε να δει παράσταση σε μπαρ. Το δεύτερο, που είναι και το πιο σημαντικό, είναι ότι μία σκηνή που «χτίζεται» και αναπτύσσεται θέλει συλλογική δουλειά. Και ευτυχώς στο stand up την έχουμε. Αυτό σημαίνει ότι οτιδήποτε κάνω εγώ σε συνεργασία με άλλους, με τις καλές επαφές που υπάρχουν, κάνει καλό σε όλους και πάει το είδος παραπέρα. Και έχω στηρίξει πολλές φορές δουλειές άλλων, διότι καταλαβαίνω ότι, αν πάνε τα πράγματα καλά για αυτούς, θα πάνε και για μένα.
Ας έρθουμε ξανά στα κείμενά σου. Πόσο συχνά τα ανανεώνεις; Γενικά, αλλά και στην ίδια την παράσταση που παίζεις κάθε φορά, κάνεις αλλαγές;
Μέσα στη διάρκεια της σεζόν πολύ λίγες, σε ένα ποσοστό 5%. Από σεζόν σε σεζόν, στην ίδια παράσταση, μπορεί να κάνω ένα 10-15% ανανέωση, όχι όμως περισσότερο από αυτό.
Το θέμα της ανανέωσης στο κείμενο δεν το έχεις ανάγκη εσύ ή και το ίδιο το κοινό σου, που είναι πιστό και άρα βλέπει και ξαναβλέπει μια παράσταση;
Όταν ο τίτλος της παράστασης είναι ίδιος, θα ακούσει τα ίδια!
Αυτό συμβαίνει διότι πιστεύεις πάρα πολύ σε αυτό που έχεις δημιουργήσει τη δεδομένη στιγμή;
Κάθε παράσταση έχει έναν κύκλο ζωής, τον οποίο πρέπει να διανύσει. Και σαφώς έχει φτιαχτεί με πολλή δουλειά.
Άρα να υποθέσω ότι αυτοσχεδιασμός δεν υπάρχει;
Ο αυτοσχεδιασμός είναι ένα είδος τέχνης και σαν ορολογία είναι παρεξηγημένος στην Ελλάδα. Εδώ, για κάποιο λόγο, οι περισσότεροι θεωρούν ως «αυτοσχεδιασμό» αυτό που στην πραγματικότητα είναι το «crowd work» -δυστυχώς, δεν έχουμε την ανάλογη ελληνική ορολογία- και πρόκειται για αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα και είναι π.χ. 5 λεπτά σε μια παράσταση. Στο stand up μπορεί, την ώρα που λες το κείμενό σου, να σου έρθει κάτι άλλο και να το βάλεις, αλλά πάντα πάνω στο υπάρχον κείμενο. Να προσθέσεις κάτι, να πεις κάτι διαφορετικά, να σου έρθει μια φράση ή μία κίνηση. Αλλά αυτό δεν θεωρείται αυτοσχεδιασμός, είναι μια ανάπτυξη σε μία ιδέα που έχεις ήδη. Το να μιλήσεις σε κάποιον από το κοινό, ας πούμε, επίσης δεν είναι αυτοσχεδιασμός, είναι το «crowd work». Ας τα διαχωρίσουμε, ας είμαι ακριβολόγος αφού ρωτάς, να βάλω κι εγώ το μικρό μου «λιθαράκι»!
Ανταπόκριση του κοινού, με την έννοια να μιλήσει κάποιος από το κοινό, θέλεις να έχεις;
Να «πεταχτεί» κάποιος την ώρα της παράστασης σπάνια γίνεται. Κι όταν γίνεται, το μαζεύω αμέσως. Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι δεν κάνουμε διάλογο.
Μάλλον περιλαμβάνεται κι αυτό σε εκείνο που έχεις πει στο παρελθόν «ότι οι θεατές ξέρουν και μπαίνουν από την αρχή στο πλαίσιο που θέτω».
Το πλαίσιο που θέτω είναι απλό: κλειστά κινητά, όχι φωτογραφίες κ.λπ. Και το κείμενο που λέω πάντα στην εισαγωγή της παράστασής μου με αυτούς τους κανόνες γίνεται μεν για λόγους κωμωδίας, αλλά είναι και βασικό. Οι κανόνες υπάρχουν, ώστε όλα να είναι στην εντέλεια και ο κόσμος να ευχαριστηθεί.
Είσαι γενικά άνθρωπος που θέλει όλα να είναι στην εντέλεια;
Ναι, μου αρέσει. Δεν τακτοποιώ καρέκλες στον δρόμο, ούτε ισιώνω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη, αλλά θέλω να υπάρχει τάξη. Στη δουλειά μου, το μόνο που με απασχολεί είναι πώς θα παίξω καλά και άρα πρέπει όλα να είναι άψογα: τα τεχνικά και η χωροταξία, για μένα και για τον κόσμο.
Αρχικά δεν ήθελες καν να ανέβεις στην σκηνή. Μετά από τόσες παραστάσεις, νοιώθεις πλέον αυτοπεποίθηση πάνω σε αυτήν;
Όταν είναι καινούργια κείμενα, νοιώθω μια αγωνία για το αν θα τα πω όπως πρέπει και μια αγωνία για το πώς θα πάνε. Ωστόσο, στις βραδιές δοκιμής, που σαφώς δοκιμάζω ποσότητες, αλλά έχουμε συμφωνήσει όλοι ότι είναι δοκιμαστική παράσταση, είμαι ας πούμε πιο χαλαρός. Στις κανονικές παραστάσεις έχω μεγαλύτερη αγωνία. Όχι όπως όταν πρωτοξεκίνησα σαφώς, τότε αγχωνόμουν σε καταστροφικό βαθμό και πέρασαν χρόνια για να το ξεπεράσω. Τώρα πια είναι αγωνία να πάνε όλα καλά. Πάντα, όμως, υπάρχει το ερώτημα μέσα μου «γιατί βάζω τον εαυτό μου σε αυτήν τη δοκιμασία;».
Δεν έχεις φτάσει στο να ευχαριστιέσαι την παράσταση κι εσύ;
Ναι, αλλά όχι σε όλη τη διάρκειά της. Υπάρχουν στιγμές μέσα στην παράσταση που ευχαριστιέμαι. Πρέπει να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος. Όσο συγκεντρωμένος είμαι την ώρα που παίζω δεν είμαι σε τίποτα άλλο στη ζωή μου. Δεν είναι μια δουλειά ψυχοβγάλτης, αλλά σίγουρα είναι μια δουλειά που σε θέλει εκεί, με όλη τη σημασία. Κι αυτό έχει να κάνει πολύ με το ότι περνάς δυσανάλογα πολλές ώρες γράφοντας και προβάροντας μόνος σου σε σχέση με το πόσες ώρες βρίσκεσαι στην σκηνή. Αυτό είναι σοκ, διότι είναι σαν να σε βγάζουν ξαφνικά από τα σκοτάδια και να σε βάζουν στο άπλετο φως.
Αυτό όμως, μετά από τόση μοναξιά στο γράψιμο, να βγαίνεις προς τα έξω και να μοιράζεσαι, δεν σε φέρνει και σε μία ισορροπία;
Δεν τίθεται τέτοιο θέμα για μένα. Αυτό είναι κατανοητό και αποδεκτό για μένα από την αρχή, ότι έτσι λειτουργεί: γράφω, γράφω, γράφω, πάω και παίζω. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι, όταν θα σταματήσω για λίγο τις παραστάσεις το καλοκαίρι, όταν πλησιάζει ο καιρός να ξαναρχίσω αναρωτιέμαι: «πώς θα το ξανακάνω αυτό, πώς θα ξαναπαίξω τώρα;». Σαν να κρατάς στα χέρια σου σακούλες με πολύ βάρος για έναν χρόνο κι όταν να τις ακουμπάς κάτω αισθάνεσαι τα χέρια σου ελεύθερα, πετάς! Αλλά δεν είναι κάτι που το εκλογικεύεις, απλά παρατηρείς τα συναισθήματά σου.
Ας μιλήσουμε για το τελευταίο σου πόνημα, το Comedy Club για παιδιά, που απευθύνεται σε ηλικίες Δημοτικού. Προσωπικά, ως μαμά παιδιών αυτής της ηλικίας, θεωρώ ότι αυτό το είδος που εκπροσωπείς ταιριάζει πολύ σε αυτές τις ηλικίες (γρήγορος ρυθμός, ατάκες, απλή, καθημερινή γλώσσα, όχι διδακτικό ύφος). Τι έκανε εσένα να το πιστέψεις και να το υλοποιήσεις σε μία παράσταση ειδικά γραμμένη για παιδιά;
Πριν από πάρα πολλά χρόνια με ρώτησε κάποιος από έναν Σύλλογο Γονέων αν κάνω stand up για παιδιά. Απάντησα ότι δεν γράφω τέτοια κείμενα και ούτε ήξερα αν υπήρχε κάτι τέτοιο. Μέσα στα χρόνια που ασχολούμαι, είχε τύχει να δω ότι γίνονται τέτοιες παραστάσεις στο εξωτερικό, κυρίως στην Αγγλία, και σταδιακά η ιδέα ήρθε από το πίσω μέρος του μυαλού μου στο προσκήνιο. Επειδή δεν μου αρέσει να κάθομαι γενικά και επειδή, έχοντας έτοιμη από πέρυσι την παράσταση των ενηλίκων (το «Σχεδόν σαράντα» που συνεχίζεται για 2η σεζόν) υπήρχε ο χρόνος να στήσω κι άλλο project, ήταν η κατάλληλη στιγμή. Τώρα πια έχω και αρκετούς φίλους με παιδιά, οπότε έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του. Άρχισα να γράφω κείμενα, προσάρμοσα άλλα, δημιούργησα κάποια multimedia, έκανα και μία έρευνα με παιδοψυχολόγο και, όταν συγκέντρωσα αρκετό υλικό, έκανα μερικές δοκιμαστικές παραστάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και τελικά ξεκίνησα την ολοκληρωμένη παράσταση από τη Θεσσαλονίκη.
Τι είναι αυτό που θα ξεχώριζες από τις έως τώρα αντιδράσεις του ηλικιακά μικρού κοινού σου;
Είναι σημαντικό ότι στην παράσταση τα παιδιά είναι μαζί με τους γονείς τους. Και είναι ωραία συνθήκη αυτή, διότι δεν αντιμετωπίζεις κανέναν από τους δύο ξεχωριστά, και οι δύο είναι το ίδιο εκεί μέσα, οπότε μοιραία μικραίνεις τους γονείς και μεγαλώνεις τα παιδιά. Κι αυτό αρέσει στα παιδιά και γελούν πολύ. Επίσης, θεωρώ ότι το γεγονός πως συνεχώς τους μιλάει κάποιος, απευθύνεται σε αυτά, τους κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο.
Ισχύει αυτό που λένε γενικότερα για τα παιδιά ως θεατρικό κοινό, ότι είναι το δυσκολότερο;
Τα παιδιά όντως δεν σου χαρίζονται, δεν χειροκροτούν αν δεν τους αρέσει κάτι. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι παράσταση που να δυσκολεύτηκα. Πήρα τα γέλια που υπολόγιζα, ειδικά μετά από τις δοκιμές. Σκέφτηκα πράγματα που με έκαναν να γελώ ως παιδί, βλέποντας και με τι γελούν τώρα τα παιδιά, και τα μετέφερα οργανώνοντάς τα σε μια παράσταση. Ίσως αυτό που με δυσκόλεψε και αφιέρωσα πολύ κόπο και προσπάθεια, ήταν να χρησιμοποιήσω όσο πιο απλή –όχι απλοϊκή- γλώσσα γινόταν. Μια λέξη, όπως η πλώρη, που για έναν ενήλικα είναι πολύ απλή, για ένα παιδί μπορεί να είναι άγνωστη! Επίσης, τα μικρά παιδιά δεν αντιλαμβάνονται την ειρωνεία. Αλλά τα αστεία, είναι αστεία!
Αντιλαμβάνομαι ότι για σένα αυτό αποδείχθηκε ένα πολύ ενδιαφέρον project.
Υποψιαζόμουν ότι θα ήταν, αλλά όλα αυτά αποδεικνύονται στην πράξη. Και βέβαια όλο αυτό το έχω λατρέψει και έχω αρκετά να προσθέσω, έρχονται συνεχώς ιδέες.
Το μοίρασμα και η αποδοχή των κειμένων σου πώς σε κάνουν να αισθάνεσαι, όταν μάλιστα γράφονται ακριβώς με στόχο το γέλιο και το κατορθώνεις;
Το γέλιο είναι μεγάλο «ντοπάρισμα»! Και για αυτόν που γελάει και για αυτόν που εισπράττει το γέλιο. Για τους επαγγελματίες της κωμωδίας, που είναι και ο απώτερος σκοπός, είναι σαφώς το καλύτερο.
Το κλασικό που λέγεται είναι ότι οι άνθρωποι που κάνουν τους άλλους να γελούν κρύβουν μέσα τους μελαγχολία… Πόσο ισχύει αυτό για σένα;
Επειδή η κωμωδία έχει έτσι κι αλλιώς μία υπερβολή, οτιδήποτε μετά βλέπουμε σε έναν άνθρωπο χωρίς να είναι κωμικό, τον κάνει να φαίνεται πιο ήσυχος. Αυτή μπορεί να είναι μία ασάφεια, διότι καμιά φορά η αφετηρία μίας αστείας σκέψης, ενός αστείου κειμένου μπορεί να είναι κάτι στενάχωρο, κάτι που μας πληγώνει ή ένα χαρακτηριστικό που δεν μας αρέσει σε μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να το σατιρίσεις και έτσι να μπορέσεις να το αποδυναμώσεις, να το κάνεις πιο υποφερτό ή και να δεις τις πραγματικές του διαστάσεις.
Αν σου ζητούσα να μου πεις το πιο γοητευτικό στοιχείο της προσωπικότητάς σου, θα ήταν το χιούμορ;
Όχι, θα ήταν η ψυχραιμία. Δεν πανικοβάλλομαι εύκολα, ακόμα και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Δεν ξέρω αν είναι γοητευτικό ως χαρακτηριστικό, αλλά είναι σίγουρα χρήσιμο.
Αν μπορούσες να βάλεις ποσοστά, πόση αλήθεια και πόση υπερβολή ή μυθοπλασία έχουν τα κείμενά σου;
Δεν είναι εύκολο αυτό. Ας πούμε ότι η αφετηρία είναι κάτι αληθινό και μετά το έχω «περπατήσει», το έχω προχωρήσει ή μεγεθύνει. Σε άλλους κωμικούς παίζει πολύ η μυθοπλασία, σε μένα σε μικρό ποσοστό. Το είδος κωμωδίας που απολαμβάνω εγώ βασίζεται σε παρατηρήσεις, είτε σε γεγονότα κοινά για τους περισσότερους είτε πάνω σε συμπεριφορές.
Άρα οι πηγές έμπνευσης μπορεί να είναι οτιδήποτε και εσύ να είσαι δεινός παρατηρητής.
Νομίζω πως είμαι. Μου αρέσει όμως πιο πολύ να ακούω τους άλλους να περιγράφουν συναισθήματα για κάτι που βίωσαν. Σίγουρα έμπνευση μπορεί να δώσουν τα πάντα, αλλά πάει και αντίστροφα, να αποφασίσω μόνος μου να γράψω για κάτι ως θέμα και από εκεί και πέρα να αρχίσει η παρατήρηση, πάνω στο επιλεγμένο θέμα δηλαδή.
Τυχερός είσαι που μπορείς να αποφασίσεις ένα θέμα και να το καταφέρεις, να γράψεις καλά για αυτό!
Η διαφορά είναι ότι στην περίπτωσή μου μιλάμε για προφορικό λόγο. Γράφω και είμαι εγώ, καταγράφω τις σκέψεις μου και προσπαθώ να εκπλήξω και εμένα, ελπίζοντας ότι θα εκπλαγεί κι ο άλλος ευχάριστα ακούγοντας και θα γελάσει.
Το στοιχείο ότι είσαι μόνος σου πάνω στην σκηνή το θεώρησες εξαρχής γοητευτικό ή πλεονέκτημα;
Δεν πρόλαβα καν να το σκεφτώ, διότι δεν είχα προηγούμενη εμπειρία. Δεν είμαι ηθοποιός, οπότε δεν είχα μέτρο σύγκρισης. Το γνώρισα έτσι και έτσι το ακολουθώ.
Ο στόχος μου είναι η διαχρονικότητα,
όχι κάτι που θα είναι ξεπερασμένο μετά από 2 εβδομάδες.
Διαβάζοντας και ακούγοντας κείμενά σου, σκέφτηκα κάποια στιγμή το εξής: δεν διστάζεις να εκφέρεις ευθέως και «ωμά» άποψη μέσω μίας ατάκας σου, η οποία -για παράδειγμα- είναι αρνητική για ένα δημόσιο πρόσωπο (πολιτικό, ηθοποιό). Είναι στάση ζωής γενικότερα αυτό ή «όλα επιτρέπονται στη σάτιρα»;
Καταρχάς, δεν προσβάλλω ποτέ κάποιον σε βαθμό κακόβουλο ή μηνύσιμο. Πάντα προσπαθώ να κινούμαι μέσα στα όρια της ευγένειας, διότι η ευγένεια υπάρχει ή πρέπει να υπάρχει παντού. Τα όρια, όμως, σε οποιοδήποτε επίπεδο σάτιρας, είναι να πάρει το μήνυμα ο θεατής και να γελάσει. Πρέπει να συμβούν και τα δύο. Ωστόσο, δεν ασχολούμαι παρά ελάχιστα με σάτιρα προσώπων. Συγκεκριμένα, ας πούμε για την πολιτική σάτιρα, θεωρώ ότι δεν μπορείς να κλείσεις τα μάτια σε αυτό που συμβαίνει, αλλά έχει να κάνει με το τι είδος κωμικός είσαι. Εγώ δεν επικεντρώνομαι εκεί, κάνω μόνο μικρές αναφορές. Αντίστοιχα, δεν ασχολούμαι πολύ με οποιοδήποτε πρόσωπο της επικαιρότητας, διότι ο στόχος μου είναι η διαχρονικότητα, όχι κάτι που θα είναι ξεπερασμένο μετά από 2 εβδομάδες. Άσε που δεν παρακολουθώ και πολύ τα τηλεοπτικά και τη σόουμπιζ για να ξέρω!
Ωστόσο, αν σου έλεγα ποιον θα ήθελες να δεις ανάμεσα στο κοινό σου, Έλληνα ή ξένο;
Τον Γούντι Άλλεν! Δεν θα καταλάβαινε τίποτα βέβαια. Αλλά έχω μία θεωρία: όταν σου λένε κάτι υποθετικό, του τύπου «σκέψου-ονειρέψου κάτι», τότε δεν ονειρεύομαι κάτι μικρό! Και πάλι καλά που τώρα είπα κάποιον που ζει!
Δηλαδή αν έλεγες κάποιον που δεν ζει;
Πολλούς… Τον Χατζιδάκι, ας πούμε.
Και ποιον δεν θα ήθελες;
Βαρήκοους, διότι δεν θα μπορούν να ακούν τα αστεία και να γελάσουν!
Διάβασα ότι ο Μπάτμαν είναι ο αγαπημένος σου ήρωας. Γιατί αυτός από όλους τους ήρωες;
Διότι δεν έχει σούπερ δυνάμεις, είναι σκοτεινός, δηλαδή η αφετηρία του δεν είναι η σωτηρία του κόσμου, συν το ότι έχει λεφτά και φτιάχνει σούπερ gadgets.
Είσαι των gadgets εσύ;
Ε, ναι. Όλοι οι άνδρες είμαστε.
Στη λογοτεχνία ποιο είδος απολαμβάνεις περισσότερο;
Μου αρέσουν πολύ τα αστυνομικά και τα σκανδιναβικά βιβλία.
Πέρα από τη συγγραφή, σε τι άλλο θα έλεγες ότι έχεις ταλέντο;
Στο να πακετάρω πράγματα! Αν μου δώσεις πράγματα και χώρο αποθήκευσης όπου με την πρώτη ματιά δεν χωρούν όλα, θα βρω σίγουρα τρόπο να στα τακτοποιήσω. Πέρα από αυτό, μου αρέσει πολύ, χωρίς να λέω ότι έχω ταλέντο σε αυτό, να κάνω μουσικές εκπομπές.
Θα σε ενδιέφερε να φύγεις στο εξωτερικό;
Όχι, γιατί να το κάνω; Με τίποτα! Πρώτον πρέπει να ξέρει κάποιος τη γλώσσα πάρα πολύ καλά και δεύτερον μου αρέσει πολύ εδώ. Είναι άλλωστε κάτι που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Πρέπει να κλείσεις τη ζωή σου εδώ για να φύγεις μόνιμα. Κάποιες παραστάσεις, όμως, για ελληνικό κοινό έξω θα το ήθελα και ήδη το συζητάω.
Σε βάθος χρόνου, ας πούμε σε 10 χρόνια, τι θα ήθελες να δεις όσον αφορά στην πορεία σου στο stand up comedy;
Τόσο μακριά; Πολύ δύσκολο για μένα να το δω αυτό… Σε πρώτη φάση, θα ήθελα να συνεχίσω να κάνω αυτά που κάνω τώρα και να τα αναπτύξω. Να παραμείνουν τα πράγματα όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτό που συμβαίνει τώρα.
Είσαι ευτυχής κάνοντας κάτι τόσο κοντά σε αυτό που θες.
Ευτυχής δεν ξέρω αν είμαι, διότι η ευτυχία είναι πολύ σύνθετη και εξαρτάται από πολλά πράγματα. Και φοβάμαι τα μεγάλα λόγια. Όμως σίγουρα αισθάνομαι ότι είμαι στον δρόμο που θέλω, με κόπο και δυσκολίες, αλλά σε μια πορεία που έχω επιλέξει.
Αισιόδοξος είσαι γενικά;
Αυτός είναι ο στόχος, να παραμείνω αισιόδοξος. Και όλοι μας. Όσο κι αν προσπαθεί όλο το σύστημα γύρω μας να διαλύσει την αισιοδοξία.
Το «έτσι απλά» πρεσβεύει γενικά την εναλλακτική και δημιουργική ματιά. Εσύ πόσο «έτσι απλά» τύπος είσαι στη ζωή σου;
Καθόλου έτσι απλά! Είναι όλα σύνθετα και όλα τα εξετάζω ξανά και ξανά! Η ζωή μου είναι σαν τις οδηγίες του ΙΚΕΑ -αν δεν τις έχεις, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα!
Μια ευχή για το 2017;
Η ευχή μου είναι πάντα ίδια: να έχουμε τη διάθεση και την τόλμη να κάνουμε πράγματα τα οποία φοβόμαστε και να προχωράμε, κερδίζοντας έτσι ωραίες αναμνήσεις.
INFO
Ο Γιώργος Χατζηπαύλου αυτήν την περίοδο παρουσιάζει την παράσταση «Σχεδόν σαράντα» (για δεύτερη σεζόν), στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:30, και το Comedy Club για παιδιά, στο θέατρο Χυτήριο κάθε Κυριακή στις 12:00.
Μετά τις 26 Φεβρουαρίου 2017 θα περιοδεύσει και με τις δύο παραστάσεις σε Ελλάδα και Κύπρο.
Το αναλυτικό πρόγραμμα των εμφανίσεων και άλλες πληροφορίες για τον Γιώργο Χατζηπαύλου, μπορείτε να βρείτε στο www.xatzi.gr